- εύσχημος
- η , ο [ος, ον] благовидный; приличный;(бланепристойный (уст. );
εύσχημη άρνηση — благовидный отказ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εύσχημη άρνηση — благовидный отказ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὔσχημος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύσχημος — η, ο (Α εὔσχημος, ον) αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ευπρεπή εμφάνιση, ο κόσμιος νεοελλ. αυτός που είναι επιφανειακά δικαιολογημένος, ο ευλογοφανής («εύσχημη άρνηση»). επίρρ... ευσχήμως (Α εὐσχήμως) με τρόπο εύσχημο, ευπρεπώς, αξιοπρεπώς νεοελλ.… … Dictionary of Greek
εύσχημος — η, ο αυτός που προβάλλεται με κάποια δικαιολογία: Εύσχημος τρόπος να αρνηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐσχημοτέρων — εὔσχημος fem gen comp pl εὔσχημος masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχήμως — εὔσχημος adverbial εὔσχημος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔσχημον — εὔσχημος masc/fem acc sg εὔσχημος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχήμοις — εὔσχημος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχήμου — εὔσχημος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχήμους — εὔσχημος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχήμων — εὔσχημος masc/fem/neut gen pl εὐσχήμων elegant in figure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχήμῳ — εὔσχημος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)